συνωνυμικός

συνωνυμικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα συνώνυμα ή στη συνωνυμία.
επίρρ...
συνωνυμικώς και συνωνυμικά Ν
με συνωνυμικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνώνυμος. Το θηλ. συνωνυμική μαρτυρείται από το 1874 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”